στίλπων

στίλπων
Ένας από τους κυριότερους φιλόσοφους της Μεγαρικής Σχολής, δάσκαλος του Ζήνωνα του Κιτιέα, και μεγάλος πολέμιος της πλατωνικής διδασκαλίας περί Ιδεών. Γεννήθηκε στα Μέγαρα και έζησε εκεί σχεδόν όλη του τη ζωή ως τα βαθιά γεράματα. Φαίνεται πως έζησε στο τέλος του 4ου και τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει πως είχε τόσο κύρος ώστε, ως αρχηγός της Μεγαρικής Σχολής, την ανέβασε σε μεγάλα ύψη κι έκανε να προσχωρήσουν σ’ αυτήν πολλοί επιφανείς φιλόσοφοι από άλλες σχολές. Ο Διογένης Λάερτιος αναφέρει επίσης πως ο Άρειος Πάγος τον είχε εξορίσει από την Αθήνα γιατί αρνιόταν τη θεότητα της Αθηνάς. Ο Πλούταρχος επαινεί την πραότητα του και τη μετριοπάθειά του. Κατά το Σ., το ον είναι εν, αδιαίρετο, αγέννητο και αθάνατο. Πηγή της αληθινής γνώσης είναι μόνο ο λόγος. Η επίδραση της φιλοσοφίας των Κυνικών είναι σημαντική στην ηθική του. Γι’ αυτόν, ύψιστο αγαθό είναι η απάθεια της ψυχής, η ανεξαρτησία από κάθε εξωτερικό γεγονός. Ιδεώδες του είναι η πνευματική και ηθική ελευθερία.
* * *
(I)
-ωνος, ὁ, Α
(στους Συβαρίτες) ο νάνος.
————————
(II)
-ωνος, ὁ, Α
βλ. στίλβων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Στίλπων — dwarf masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίλπων — dwarf masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίλπων' — στίλπωνα , στίλπων dwarf masc acc sg στίλπωνι , στίλπων dwarf masc dat sg στίλπωνε , στίλπων dwarf masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυριακίδης, Στίλπων — (Κομοτηνή 1887 – Θεσσαλονίκη 1964). Λαογράφος, βυζαντινολόγος και πανεπιστημιακός. Μαθητής του Νικόλαου Πολίτη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συντάκτης του Ιστορικού λεξικού της νέας ελληνικής (1914 18) και διευθυντής του Λαογραφικού Αρχείου (1918 26) …   Dictionary of Greek

  • στίλπωνα — στίλπων dwarf masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίλπωνας — στίλπων dwarf masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίλπωνες — στίλπων dwarf masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίλπωνι — στίλπων dwarf masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίλπωνος — στίλπων dwarf masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Стильпон из Мегары — Στίλπων ὁ Μεγαρεύs …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”